Η πόλη Potosí βρίσκεται στη νότια Βολιβία σε υψόμετρο 4.000 μέτρων και είναι χτισμένη στους πρόποδες του βουνού Cerro Rico (πλούσιος λόφος). Ιδρύθηκε το 1545 από τον conquistador Juan de Villarroel, με αρχικό όνομα Villa Imperial de Carlos V προς τιμήν του Βασιλιά της Ισπανίας Καρόλου Ε΄ (1500-1558), αμέσως μετά την ανακάλυψη μεταλλευμάτων ασημιού στην περιοχή.
Έκτοτε, η πόλη γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη και έναν περίπου αιώνα αργότερα ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πλουσιότερες στη Λατινική Αμερική και ένα από τα πιο ανεπτυγμένα- αν όχι το πιο ανεπτυγμένο- κέντρα εξορύξεων της εποχής του βοηθώντας την Ισπανία να διατηρήσει την ισχυρή της θέση μεταξύ των υπόλοιπων υπερδυνάμεων.
Ένδειξη αυτού του γεγονότος ήταν ότι το 1561 ο Ισπανός Βασιλιάς Φίλιππος ο Β΄ (1527-1598), όντας ευγνώμων, δώρισε στον κυβερνήτη του Potosí μια ασπίδα με την επιγραφή: «Για τον ισχυρό κατακτητή, τον σοφό βασιλιά, αυτό το βουνό από ασήμι θα μπορούσε να κατακτήσει τον κόσμο».
Οι μεγάλης κλίμακας ανασκαφές απαιτούσαν βέβαια πολυάριθμο εργατικό δυναμικό που με τα δεδομένα της εποχής μπορεί να αποδοθεί επακριβώς μόνο με μία συγκεκριμένη λέξη: σκλάβοι.
Έτσι, εκτός από πλήθος ιθαγενών, οι Ισπανοί αποικιοκράτες μετέφεραν στην περιοχή καραβιές αφρικανών με αποτέλεσμα στις αρχές του 17ου αιώνα ο πληθυσμός της πόλης- συμπεριλαμβανομένων και των νέων Ισπανών αποίκων- να φτάνει τους 160.000 ξεπερνώντας μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις σαν το Λονδίνο, τη Ρώμη ή τη Μαδρίτη.
Γκραβούρα του Potosi των αρχών του 17ου αιώνα |
Το βουνό του Potosí έγινε λοιπόν ο «βασιλιάς όλων των βουνών», όπως αναγραφόταν στο τοπικό οικόσημο, και η πόλη θεωρήθηκε από κάποιους μελετητές σαν η πρώτη καπιταλιστική καθώς με την ανάπτυξή της, μεταξύ άλλων, διευκολύνθηκε και το παγκόσμιο εμπόριο υφασμάτων, μπαχαρικών και σκλάβων.
Ταυτόχρονα με αυτή την οικονομική άνθηση των αποικιοκρατών οι ιθαγενείς και οι υπόλοιποι σκλάβοι εργάζονταν υπό απάνθρωπες συνθήκες στα ορυχεία και πολλοί από αυτούς πέθαιναν από την εξάντληση, την πείνα, την πνευμονία και τις αναθυμιάσεις. Ο ιστορικός και λογοτέχνης Eduardo Galeano (1940-2015), μάλιστα, εκτιμά ότι σημειώθηκαν περίπου 8.000.000 θάνατοι κατά τη διάρκεια της ακμής των ορυχείων.
Σε αυτό το πλαίσιο, εφαρμόστηκε ένα σύστημα υποχρεωτικής εργασίας γνωστό ως «encomienda», μια μορφή του οποίου προϋπήρχε ως καταναγκαστική μαζική απλήρωτη εργασία για την κατασκευή υποδομών στην αυτοκρατορία των Ίνκας, με αποτέλεσμα να σημειωθεί δραματική μείωση του πληθυσμού -60.000 κάτοικοι στα τέλη του 17ου αιώνα- και το Potosí να χαρακτηριστεί ως «το βουνό που τρώει ανθρώπους».
Ωστόσο, η πόλη οδηγήθηκε σταδιακά στην παρακμή καθώς τα αποθέματα ασημιού μέχρι την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα είχαν σχεδόν εξαντληθεί λόγω της παράλογης σπατάλης και του τυχοδιωκτισμού των κυβερνώντων και ο αγώνας εναντίον της αποικιοκρατίας οδήγησε στην απελευθέρωση της πόλης το 1825 από τον Simón Bolívar (1783-1830) και στη λεηλασία πολλών ισπανικών κτισμάτων.
Σήμερα, το Potosí είναι μια μικρή φτωχή πόλη και στα μεταλλεία του – που έχουν χαρακτηριστεί από την UNESCO μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς- εργάζονται περίπου 15.000 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά έως 15 ετών, που ψάχνουν ακόμα για ψήγματα ασημιού και τουλάχιστον 40 από αυτούς πεθαίνουν κάθε μήνα λόγω των ανύπαρκτων μέτρων ασφαλείας, ενώ την ίδια στιγμή πολλοί άστεγοι ζουν στις εισόδους των τούνελ.
Μεταλλωρύχος με ομοίωμα του Tio |
Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε ο θρύλος του «el Tio»- γνωστού επίσης ως «Huari» ή «Supay»-, του Βολιβιανού άρχοντα του κάτω κόσμου που έχει ως έδρα του τα μεταλλεία του Cerro Rico.
Aυτή η χθόνια θεότητα, που συχνά έχει τραγίσια μορφή και θυμίζει τόσο τον εωσφόρο όσο και κάποιες θεότητες των Ίνκας, πιστεύεται ότι έχει αμφίθυμη στάση απέναντι στους μεταλλωρύχους, άλλοτε προστατεύοντας κι άλλοτε εξοντώνοντας τους.
Για αυτό το λόγο οι τελευταίοι συνηθίζουν να του προσφέρουν αγαθά, όπως τσιγάρα, ποτά, φύλλα κοκαΐνης ή ακόμα και θυσίες Λάμα, τα οποία αφήνουν μπροστά στα πολλά παράξενα γλυπτά του Tio που υπάρχουν μέσα στα ορυχεία, καθώς θεωρούν ότι αν εκείνος δεν τραφεί θα γίνει εκδικητικός απέναντί τους.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως, παρότι η Καθολική Εκκλησία απαγορεύει ρητά τη λατρεία στον Tio, οι μεταλλωρύχοι πιστεύουν σε αυτόν- παράλληλα με τον Χριστιανισμό- θεωρώντας τα ορυχεία σαν τους χώρους που δικαιωματικά του ανήκουν.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ετήσια διεξαγωγή του καρναβαλιού του Oruro κατά τη διάρκεια του οποίου αναπαριστάται η ήττα του Tio από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ- η μόνη στιγμή που η μορφή του Tio επιτρέπεται να παρουσιαστεί εκτός των ορυχείων.
Η οργή και η ακόρεστη απληστία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του Tio που κατά κανόνα αναπαρίσταται καθισμένος και περιτρυγιρισμένος από απομεινάρια προσφορών, με το στόμα ανοιχτό για να δέχεται τσιγάρα και φύλλα κοκαΐνης, το ένα χέρι τεντωμένο για να του προσφέρουν αλκοόλ και τον φαλλό όρθιο ως ένδειξη απειλητικότητας.
Τα ομοιώματα έχουν συχνά φθαρμένες λάμπες από τα κράνη των μεταλλωρύχων στη θέση των ματιών και θραύσματα γυαλιού ή κρυστάλλου για δόντια. Όπως είναι ευνόητο, ο Tio δεν είναι τίποτε άλλο από μια μετασχηματισμένη μορφή των τυραννικών αρχόντων της ισπανικής αποικιοκρατίας που συχνά δέχονταν δωροδοκίες από τους ιθαγενείς προκειμένου να τα έχουν καλά μαζί τους.
Ένας παλιός τοπικός θρύλος μιλά για ένα κουφό αγόρι που ο πατέρας του το κακομεταχειρίζεται και αποφασίζει να το σκάσει απ’ το σπίτι.
Στον δρόμο του συναντά και βοηθά έναν ηλικιωμένο και κατόπιν οι δυο τους βρίσκουν έναν μυστηριώδη άνδρα με παραμορφωμένο πρόσωπο που υπήρξε μέλος μιας σατανιστικής οργάνωσης ο οποίος τους οδηγεί στη σπηλιά του Tio.
Καρναβαλιστής ντυμένος διάβολος προς τιμήν του Tio |
Εκεί βρίσκουν τον δαίμονα να τραγουδά τα «τραγούδια του μίσους» που λέγεται ότι διαφθείρουν και κάνουν βίαιους όσους τα ακούνε. Τότε, οι δύο άντρες αποχαιρετούν τον μικρό που μένει για πάντα στη σπηλιά και καθώς είναι κουφός δεν κινδυνεύει από τα τραγούδια του Tio.
Έπειτα, το αγόρι τραγουδά το δικό του τραγούδι στον Tio για να τον κατευνάσει και να τον υποχρεώσει να σταματήσει τα καταστροφικά του άσματα για χάρη των υπόλοιπων ανθρώπων.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί η εξέλιξη του ρόλου του Tio στην κοινότητα των μεταλλωρύχων ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες των νεότερων χρόνων που επηρέασαν άμεσα τις ζωές τους.
Έτσι, πριν την εθνικοποίηση των ορυχείων το 1952 οι μεταλλωρύχοι ήταν οργανωμένοι σε ομάδες και η λατρεία στον Tio αποτελούσε ένα συνεκτικό στοιχείο που ενίσχυε την αλληλεγγύη μεταξύ τους, ενώ παράλληλα ανταγωνίζονταν τις αντίπαλες ομάδες για να κερδίσουν την εύνοια του δαίμονα.
Σε αυτό το πλαίσιο, μη αποδεκτοί ήταν όσοι παρέμεναν εκτός των ομάδων και εργάζονταν ατομικά καθώς κατηγορούνταν ότι έκαναν συμφωνίες με τον Tio πουλώντας του τις ψυχές τους για προσωπικό όφελος και έλεγαν ότι ήταν καταδικασμένοι να πεθάνουν μέσα σε τριάντα ημέρες.
Ωστόσο, μετά την εθνικοποίηση των ορυχείων και το στρατιωτικό πραξικόπημα του René Barrientos Ortuño (1919-1969) οι μεταλλωρύχοι λάμβαναν πλέον σταθερούς μισθούς που δεν εξαρτώνταν από την παραγωγικότητά τους και έτσι οι θυσίες στον Tio για αύξηση των εξορύξεων φαινόταν να χάνουν τη σημασία τους, ενώ την ίδια στιγμή οι διοικήσεις των ορυχείων προσπαθούσαν να τις σταματήσουν.
Η λατρεία του Tio, όμως, συνεχίστηκε κρυφά από τους μεταλλωρύχους και αποτέλεσε ένα μέσο ιδιότυπης πολιτικής αντίδρασης απέναντί στο δικτατορικό καθεστώς ενισχύοντας την ενότητα της επαγγελματικής τους τάξης.
Τέλος, μετά την ιδιωτικοποίηση των ορυχείων το 1985 και τις πολλές απολύσεις εργαζομένων που έλαβαν χώρα, η λατρεία του Tio επεκτάθηκε σε νέες περιοχές της χώρας με επιμέρους διαφοροποιήσεις σαν ένα στοιχείο που αντιτίθεται στο δυτικό οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης.
Αντλήθηκαν πληροφορίες απο: nyctophilia | laimitomos | en.citizendium | news.gr | theguardian | webarchive
Ακολουθήστε το Ταξίδι στο Ανεξήγητο στο Google News