Για την Αγιά Σοφιά και την άλωση της Κωνσταντινούπολης, κατά την αποφράδα εκείνη μέρα της 29ης Μαΐου του 1453, έχουν γραφτεί έως τώρα άπειρες σελίδες. Μα, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο πλέον έγκριτος ιστορικός της Ρουμανίας και Πρωθυπουργός της χώρας, Νικολάε Γιόργκα, ανακάλυψε ένα σπουδαιότατο παλαιό χειρόγραφο, στο οποίο κάποιος αυτόπτης μάρτυρας του δράματος της τραγικής εκείνης μέρας της κατάλυσης του Βυζαντίου, διηγούνταν λεπτομερώς τα γεγονότα.
Από το χειρόγραφο αυτό παρουσιάζουμε το τελευταίο του απόσπασμα, όπου έκανε λόγο για την άλωση της Πόλης και την Αγιά Σοφιά:
“Την παραμονή της άλωσης, ο Μωάμεθ ο Πορθητής, βλέποντας ότι είχαν σκοτωθεί αναρίθμητοι Τούρκοι και ακούγοντας καταπληκτικές ιστορίες για τον ηρωισμό του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα.
Συζήτησε με τους Στρατηγούς του την κατάσταση και στο τέλος, αποφάσισε να λύσει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και να φύγει την ίδια νύχτα με τα στρατεύματά του. Αλλά η απόφαση αυτή του Μωάμεθ έμελλε να μην υλοποιηθεί.
Έξαφνα, πριν φέξει ακόμα το φως της χαραυγής, μια αδιαπέραστη, παχύρρευστη ομίχλη έπεσε βαριά πάνω από την περήφανη Πόλη και άρχισαν να πέφτουν χοντρές σταλαγματιές βροχής, μεγάλες σαν του βοδιού το μάτι και κατακόκκινες σαν το αίμα. Οι σταλαγματιές αυτές, πέφτοντας καταγής, δεν απορροφιούνταν από το χώμα, αλλά έλιωναν αργά, σαν να ήταν καμωμένες από άλικο χιόνι…
Όλοι τρόμαξαν φοβερά από το ανεξήγητο τούτο φαινόμενο και έβαλαν με τον νου τους ότι κάτι κακό προμηνούσε εκείνη η αιματοκυλισμένη βροχή. Ο Πατριάρχης, μάλιστα, το απέδωσε στη θεϊκή οργή και επανέλαβε τις παρακλήσεις του στον Αυτοκράτορα να εγκαταλείψει την Πόλη, λέγοντάς του:
-Γνωρίζεις πολύ καλά, χριστιανικότατε Βασιλέα, τι προφήτευσαν οι σοφοί για την τύχη αυτής της πολιτείας. Δυστυχώς, οι προφητείες αυτές οι δυσοίωνες πραγματοποιούνται τώρα. Ο ουρανός κλαίει με αιμάτινα δάκρυα, προαναγγέλλοντας το τέλος της Κωνσταντινούπολης. Φοβούμαι πως η Αγία Σοφία δε θα ξανακούσει χριστιανικές λειτουργίες, θα γίνει τέμενος των Τούρκων. Γι’ αυτό, σε παρακαλούμε, άφησε την Πόλη στη μοίρα της, για να μη χαθούμε όλοι μας μαζί της.
Την ίδια στιγμή, ο Μωάμεθ, βλέποντας εκείνη την αλλόκοτη ομίχλη που είχε διασπαρεί πάνω από την Πόλη, ρώτησε τους σοφούς του για τη σημασία της. Εκείνοι του αποκρίθηκαν, λοιπόν, ότι ήταν σημάδι της καταστροφής της Κωνσταντινούπολης.
Ευφράνθηκε η ψυχή του και βέβαιος πως θα την άλωνε πια, διέταξε να ξεκινήσουν άμεσα οι πολεμικές προετοιμασίες. Έτσι, ανήμερα στις 29 Μαΐου, η επίθεση των απίστων άρχισε με ορμή και αποφασιστικότητα.
Ωστόσο, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πάσχισε να συγκρατήσει τα αρίφνητα στρατεύματα των εχθρών και χίμηξε εναντίον τους έφιππος, κραδαίνοντας το σπαθί του. Έλληνες και Τούρκοι ανακατεύτηκαν σαν ένας φρενήρης γόρδιος δεσμός. Μια φρικτή σφαγή ακολούθησε. Αίμα και ανοιχτές σάρκες παντού…
Κατά την αιματηρή αυτή σύγκρουση, ο Φλαμπουράρης των Τούρκων, ο Μουσταφάς, ο οποίος ήταν πελώριος στο ανάστημα και τρομερά γενναίος, όρμησε κραυγάζοντας εναντίον των Ελλήνων, άνοιξε δρόμο ανάμεσά τους, σκοτώνοντας και κατακερματίζοντας και ρίχτηκε με το κοντάρι του υψωμένο καταπάνω στον Αυτοκράτορα.
Αλλά ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος γλίτωσε απ’ το χτύπημα, προτάσσοντας την ασπίδα του κι έπειτα, με το σπαθί του, άνοιξε στα δυο το κεφάλι του Μουσταφά.
Μα, μόλις οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τον θάνατο του Φλαμπουράρη τους, βάλθηκαν να σκούζουν και να θρηνούν:
-Αλί, Φλαμπουράρη!…
Και ο ίδιος ο Σουλτάνος, όταν έμαθε τον θάνατο του Φλαμπουράρη του, έκλαψε πικρά, γιατί τον αγαπούσε υπερβολικά για τη φρόνηση και τη γενναιότητά του. Θέλοντας, λοιπόν, να εκδικηθεί για τον θάνατό του, ρίχτηκε με ακόμη μεγαλύτερες δυνάμεις εναντίον του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, διατάζοντας τους πολεμιστές του ή να τον πιάσουν ζωντανό ή να τον σκοτώσουν, έστω κι αν επρόκειτο να χαθούν όλοι τους, προσπαθώντας.
Αλλά οι Στρατηγοί και Προύχοντες Έλληνες, βλέποντας ότι η επίθεση διεξαγόταν με ανείπωτη λύσσα εκ μέρους των Τούρκων, τράβηξαν τον Αυτοκράτορα κατά μέρος, για να μη χαθεί άδικα. Τότε, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, με δάκρυα στα μάτια, τους παρακάλεσε:
-Αφήστε με, αδελφοί μου, να πεθάνω μαζί σας, για τη χριστιανική μας πίστη, όπως το έχω υποσχεθεί.
Μα, οι άρχοντες της Πόλης τον παρέσυραν μακριά απ’ το μέρος της αλληλοσφαγής, για να τον προστατέψουν και τον συμβούλεψαν να φύγει από την Πόλη. Αλλά, ο ανδρειωμένος Παλαιολόγος αρνήθηκε κατηγορηματικά:
-Όχι και πάλι, όχι! Θα πεθάνω υπερασπίζοντας την Κωνσταντινούπολη!
Κι έτσι, συγχωρώντας και φιλώντας ο ένας τον άλλον για στερνή φορά, κατευθύνθηκαν προς το άνοιγμα του κάστρου, όπου βρισκόταν ο στρατός του Πασά Σουλεϊμάν Μπαλτάογλου. Συγκρούστηκαν εκεί με τους Τούρκους και στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν πολλοί Χριστιανοί, πρόκριτοι και καπεταναίοι.
Τρεις ακόμα χιλιάδες Τούρκοι είχαν μπει πια μέσα στην κοσμοξακουσμένη πρωτεύουσα του Βυζαντίου, αναζητώντας με μανία να εξολοθρεύσουν τον Αυτοκράτορα.
Μόλις ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πληροφορήθηκε περίλυπος πως χάθηκε η Πόλη, πήγε στην Αγιά Σοφιά, ρίχτηκε στο δάπεδο γονατιστός και ξεσπώντας σε δάκρυα και θρήνους, ζητούσε από τον Θεό να συγχωρήσει τις αμαρτίες του.
Κατόπιν, ζήτησε συγγνώμη από τον Πατριάρχη και απ’ όλους τους άρχοντες, τους Στρατηγούς και τον λαό που τον τριγύριζαν ανήσυχοι, σταυροκοπήθηκε με κατάνυξη και μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων.
Ήταν μια στιγμή αλησμόνητη, συγκινητική και εξόχως δραματική. Όλοι έκλαιγαν. Τέλος, ο Αυτοκράτορας βγήκε έξω από τον περίκαλο ναό της Αγίας Σοφίας, το παγκόσμιο στολίδι της αρχιτεκτονικής τέχνης, έριξε ένα βλέμμα πίσω του, σαν να ήξερε πως δε θα τον ξαναέβλεπε, και φώναξε στον λαό του:
-Όποιος θέλει να μαρτυρήσει για την άγια θρησκεία μας και τη Χριστιανική Εκκλησία, ας με ακολουθήσει!
Ύστερα, καβαλίκεψε το άλογό του και κίνησε για τη Χρυσή Πύλη, για να συναντήσει τον ίδιο τον Μωάμεθ, έχοντας μαζί του μονάχα τρεις χιλιάδες στρατιώτες. Εκεί, όμως, αντάμωσε πολυάριθμους Τούρκους να τον περιμένουν.
Αναμετρήθηκε μαζί τους κι έχασε πολλούς άντρες του. Μολαταύτα, προσπάθησε να περάσει την Πύλη, για να φτάσει στο σημείο που βρισκόταν ο Μωάμεθ, θέλοντας να τον σκοτώσει με το χέρι του και να εκδικηθεί το χριστιανικό αίμα, που είχε χαθεί από τους εχθρούς.
Αλλά εξαιτίας των πολλών πτωμάτων που είχαν συσσωρευθεί, δεν μπορούσε να περάσει. Οι Τούρκοι τον περικύκλωσαν. Εκεί στήθηκε το εφαλτήριο μιας άγριας μάχης.
Ο Αυτοκράτορας πολεμούσε σαν αδάμαστο λιοντάρι. Τέλος, όμως, δέκα μαζί σπαθιά τον χτύπησαν με βία και κυλίστηκε κάτω απ’ το άτι του νεκρός!
Έτσι χάθηκε ο Αυτοκράτορας των Ορθοδόξων, για την πατρίδα και την πίστη.
Οι Τούρκοι έγιναν κύριοι και αφεντάδες της Βασιλεύουσας. Δίχως να χάσουν μια στιγμή, ξεκίνησαν τη διαρπαγή και τις λεηλασίες. Η Πόλη καιγόταν συθέμελα για μέρες. Οι εκκλησίες πατήθηκαν και ληστεύτηκαν. Οι παπάδες και οι μοναχοί κρεμάστηκαν ή σφαγιάστηκαν σαν τα ερίφια. Τα κορίτσια, οι μάνες τους και οι γιαγιάδες τους ακόμα ατιμάστηκαν με τρόπο που δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου!…”
Η Αγία Σοφία, σαν μάνα που θρηνούσε τον χαμό όλων της των παιδιών συγχρόνως, έριχνε τριγύρω τα θλιμμένα της βλέμματα από τον πανοραμικό της θόλο και μήτε να βρει ψίχουλο παρηγοριάς μπορούσε…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 05/06/1932