Τον Δεκέμβριο του 1972, οι αστροναύτες της αποστολής “Απόλλων 17”, Gene Cernan και Harrison Schmitt, μετά την επτάωρη εργασία τους πάνω στην επιφάνεια της Σελήνης, προκειμένου να εγκαταστήσουν έναν πολύπλοκο επιστημονικό σταθμό, κοιμήθηκαν μέσα στη σεληνάκατο.
Το διαστημικό κέντρο ξύπνησε τους δύο αστροναύτες για την προετοιμασία της δεύτερης εξόδου τους στη σεληνιακή επιφάνεια. Οι αστροναύτες, όμως, ζήτησαν να τους επιτραπεί να επιδιορθώσουν τα λεγόμενα “φτερά” ενός από τους τροχούς του σεληνιακού αυτοκινούμενου οχήματός τους.
Οι δυο τους σκόπευαν να εξέλθουν από τη σεληνάκατο στις 23:19 ώρα Γκρίνουιτς και να κατευθυνθούν δυτικά με το όχημά τους.
Ο Harrison Schmitt ανέφερε ότι κοιμήθηκε για περίπου έξι ώρες, διακεκομμένα, ενώ ο Gene Cernan κοιμήθηκε κι εκείνος για έξι ώρες βαθιά, χωρίς διακοπές, προτού αφυπνιστούν από τους ήχους των “Βαλκυριών” του Βάγκνερ.
Εν τω μεταξύ, στη Γη, οι επιστήμονες είχαν διαιρεθεί σε ομάδες στην προσπάθειά τους να δώσουν εξήγηση για τις μυστηριώδεις λάμψεις που παρατηρήθηκαν από τους αστροναύτες πάνω στην επιφάνεια της Σελήνης.
Συγκεκριμένα, τρεις παράδοξες και ανεξήγητες λάμψεις παρατηρήθηκαν από τη στιγμή που το “Απόλλων 17” εισήλθε σε σεληνιακή τροχιά.
Ο Schmitt διέκρινε την πρώτη λάμψη πλησίον του κρατήρα Γκριμάλντι προς το δυτικό τμήμα της Σελήνης και λίγο νοτίως του Ισημερινού της. Μάλιστα, τη χαρακτήρισε ως “λαμπρή μικρή λάμψη” και ζήτησε από το Χιούστον να ερευνήσει εάν οι σεισμογράφοι είχαν καταγράψει κάποιο σεισμικό κύμα.
Ατυχώς οι σεισμογράφοι δονούνταν κατά την ώρα εκείνη, λόγω της συντριβής επί της σεληνιακής επιφάνειας του τρίτου ορόφου του πυραύλου.
Κατά την προσεδάφιση, ο αστροναύτης Ronald Evans, που βρισκόταν μέσα στο διαστημόπλοιο σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη, παρατήρησε άλλες δύο παράδοξες λάμψεις, μια κοντά στον κρατήρα Κοπέρνικος και μια άλλη κοντά στην Ανατολική Θάλασσα.
Οι σεισμογράφοι, πάντως, δεν κατέγραψαν τίποτε το ασυνήθιστο στις περιοχές αυτές. Το γεγονός τούτο έτεινε να απορρίψει την υπόθεση ότι οι μυστηριώδεις λάμψεις είχαν προέλθει από πτώση μικρών μετεωριτών. Εν τούτοις, οι επιστήμονες δεν απέκλειαν εντελώς την πιθανότητα αυτή.
Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, οι λάμψεις δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αέρια εξερχόμενα από το εσωτερικό της Σελήνης. Μάλιστα, τη θεωρία αυτή υποστήριζαν εκείνοι οι επιστήμονες, οι οποίοι διατράνωναν ότι η Σελήνη δεν είναι σώμα εντελώς νεκρό!
Η τρίτη θεωρία συμπέραινε ότι οι μυστηριώδεις λάμψεις αποτελούσαν μια οπτική απάτη, οφειλόμενη στην κοσμική ακτινοβολία, η οποία προσβάλλει ενίοτε τους οφθαλμούς των αστροναυτών.
Ωστόσο, οι τεχνικοί του Χιούστον έδωσαν οδηγίες στους δύο αστροναύτες για τον τρόπο κατασκευής με πρόχειρο τρόπο του “φτερού” του τροχού του οχήματός τους, για να προφυλαχθούν από τη μαύρη σκόνη, η οποία εκσφενδονιζόταν κατά την κίνηση του σεληνιακού οχήματος. Τους συνέστησαν να χρησιμοποιήσουν χαρτί, κολλητική ταινία και τσιμπίδες.
Έτσι, οι τρεις μυστηριώδεις λάμψεις της Σελήνης, που καταγράφηκαν από τους αστροναύτες του “Απόλλων 17”, έμειναν στην Ιστορία της ανθρωπότητας ως ένα ανεξήγητο γεγονός, το οποίο πυροδότησε πλήθος συζητήσεων και θεωριών.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, στις 13/12/1972