Gillian και Jennifer Pollock |
O John και η Florence Pollock ζούσαν στο Hexham της Αγγλίας και μετά τον γάμο τους έφεραν στον κόσμο δυο κόρες, τις Jacqueline και Joanna. Στις 5 Μαΐου του 1957 η εξάχρονη Jacqueline, η εντεκάχρονη Joanna και ο φίλος τους Anthony Layden συναντήθηκαν για να πάνε στην εκκλησία. Στον δρόμο προς την εκκλησία ένας οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να παρασύρει τα τρία παιδιά και να χάσουν τη ζωή τους ακαριαία.
Οι δύο γονείς συντετριμμένοι απο τον χαμό των κοριτσιών τους ζούσαν με την ελπίδα της γέννησης ενός άλλου παιδιού. Ένα χρόνο αργότερα η Florence έμεινε έγκυος. Αν και ο ιατρός τους διαβεβαίωνε πως θα έφερναν στον κόσμο ένα μωρό ο John διαφωνούσε μαζί του και υποστήριζε πως η γυναίκα του κυοφορούσε δίδυμα πιστεύοντας πως θα ερχόταν στον κόσμο μετενσαρκωμένες οι δυο χαμένες του κόρες.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1958 ο John επαληθεύτηκε, και η σύζυγός του έφερε στον κόσμο δυο δίδυμα κορίτσια, την Gillian και την Jennifer. Ο πατέρας παρατήρησε ένα σημάδι που είχε η Jennifer, μια περίεργη λευκή γραμμή στο μέτωπό. Σοκαρίστηκε μιας και ένα παρόμοιο σημάδι είχε στο μέτωπό της η νεκρή κόρη του Jacqueline, ύστερα απο ένα ατύχημα που είχε με το ποδήλατό της. Κοιτάζοντας στην συνέχεια το πόδι του μωρού διαπίστωσε πως είχε επίσης το ίδιο εκ γενετής σημάδι με την Jacqueline.
Μόλις τα δίδυμα κορίτσια έγιναν τριών μηνών η οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει στην περιοχή Whitley Bay. Δεν επέστρεψαν στο Hexham παρά μόνον όταν τα κορίτσια ήταν σχεδόν τεσσάρων ετών.
Έχουμε ξανάρθει εδώ
Στον δρόμο της επιστροφής της οικογένειας προς το Hexham έκπληκτοι οι γονείς των κοριτσιών έβλεπαν τις σχεδόν τετράχρονες δίδυμες αδελφές να δείχνουν με το χέρι τους διάφορα μέρη που στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχαν επισκεφθεί. Όταν μάλιστα πέρασαν το σχολείο που οι νεκρές αδελφές τους πήγαιναν, ορκίζονταν πως αυτό ήταν το σχολείο τους και πως κάποτε πήγαιναν εκεί.Οι John και η Florence φθάνοντας στο σπίτι έδειξαν στις δίδυμες διάφορες κούκλες και αρκουδάκια με τα οποία έπαιζαν κάποτε η Jacqueline και η Joanna. Προς μεγάλη τους έκπληξη οι γονείς διαπίστωσαν οτι όχι μόνον οι δίδυμες αδελφές αναγνώρισαν τα παιχνίδια αλλά αποκαλούσαν και το καθένα με το όνομά του
Το μακάβριο παιχνίδι
Όταν τα τετράχρονα δίδυμα έπαιζαν ανέμελα η μητέρα τους διαπίστωσε πως τα κορίτσια έπαιζαν κάποια μακάβρια παιχνίδια. Ένα απο αυτά ήθελε την Jennifer ξαπλωμένη στο πάτωμα με το κεφάλι της στην αδελφή της και την Gillian να της λέει ήρεμα πως έτρεχε αίμα απο τα μάτια της επειδή εκεί την χτύπησε το αυτοκίνητο.Έναν ή δύο μήνες αργότερα οι αδελφές υπέστησαν υστερική φρενίτιδα όταν περνώντας δίπλα απο ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο και άκουσαν τον ήχο της μηχανής ούρλιαζαν απο τρόμο φωνάζοντας "Το αυτοκίνητο, έρχεται κατα πάνω μας"
Μόνο αναμνήσεις
Η Florence και ο John εμμένουν στο γεγονός οτι ποτέ δεν ανέφεραν τίποτα στα δίδυμα κορίτσια για τις νεκρές αδελφές τους, μέχρι να μεγαλώσουν.Το περίεργο είναι πως μόλις οι δίδυμες έκλεισαν τα πέντε τους χρόνια εντελώς ξαφνικά και σχεδόν σε μια νύχτα οι παράξενες αυτές αναμνήσεις τις εγκατέλειψαν. Έκτοτε ζουν μια φυσιολογική ζωή στην αγροτική περιοχή της Αγγλίας.
Αυτή είναι η περίπτωση της μετενσάρκωσης των δίδυμων αδερφών στην ίδια μητέρα, όπως περιγράφεται στο βιβλίο του ΔραIan Stevenson "Παιδιά που Θυμούνται Προηγούμενους Βίους τους".
Ian Stevenson
Ο Δρ Ίαν Στίβενσον ήταν επικεφαλής του Ψυχιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια και ιδρυτής του Τμήματος Μελέτης της Αντίληψης στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ήταν παγκόσμια γνωστός για τις επιστημονικές αποδείξεις που πρόσφερε ότι οι μνήμες που κάποια παιδιά έχουν από προηγούμενους βίους τους, δείχνουν αξιόπιστα πως τα παιδιά αυτά έχουν ζήσει ξανά στο παρελθόν.Αυτό σημαίνει όχι μόνο πως η συνείδηση συνεχίζεται μετά το θάνατο, μα επίσης ότι είναι διακριτή από το σώμα και τα όργανά του, όπως το νευρικό σύστημα και τον εγκέφαλο.
Τούτο έχει επίσης συνεπαγωγές ως προς τον τρόπο ζωής. Αν η συνείδηση και το σώμα είναι δύο εκ φύσης διαφορετικά πράγματα, τότε θα μπορούσε να είναι λάθος μας να ζητούμε μια εσωτερική ευτυχία σε έναν υλικό κόσμο μεταβαλλόμενων συμβάντων.
Και, αν δεν θα μπορούσαμε έτσι να έχουμε τίποτα περισσότερο από αναλαμπές ευτυχίας, πώς θα προσεγγίζαμε μια ευτυχία βαθιά και ακατάλυτη και σταθερή;