Φαντάσματα αναφέρονται σ” όλες τις χρονικές περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, σ” όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Μόνο που στα αρχαία χρόνια δεν αντιμετωπίζονταν με τον γνώριμο σύγχρονο σκεπτικισμό ούτε με το μειδίαμα στα χείλη, καθώς ήταν αληθινότατα φαντάσματα, πανίσχυρα και συχνά φονικά.
Και βέβαια τα πεπραγμένα τους δεν περιορίζονταν στο στοίχειωμα σπιτιών και τη μετακίνηση αντικειμένων, καθώς ήταν ικανά να φέρουν δεινά και αρρώστιες στους ανθρώπους ή να διαιωνίζουν θανάσιμες κατάρες.
Άλλες πάλι φορές η ύπαρξή τους ήταν ζοφερή τιμωρία για την ανθρώπινη δράση…
Το στοιχειωμένο σπίτι του φιλοσόφου Αθηνόδωρου
Ιστορίες φαντασμάτων άρχισαν να καταγράφονται από «αξιόπιστες» πηγές και μια από τις πιο αρχαίες ιστορίες είναι εκείνη με την υπογραφή του Πλίνιου του Νεώτερου.
Πέρα από την αρχαιότητά της, αποτελεί μια αρκετά τυπική ιστορία φαντασμάτων σε αρκετά σημεία της. Αυτό που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό σε αυτή την ιστορία είναι η εμφάνιση του φαντάσματος. Είναι επίσης πιθανόν να φέρει την ευθύνη για το στερεότυπο που έχει δημιουργηθεί ότι τα φαντάσματα κουβαλούν αλυσίδες, όπως και η παρουσία του Bob Marley στην ιστορία του Charles Dicken .A Christmas Carol..
Ο Πλίνιος ο Νεώτερος διατηρούσε καλές σχέσεις με τον περισσότερο γνωστό θείο του, Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, παρόλο που και οι δύο έκαναν το ίδιο πράγμα: ήταν σχολαστικοί και προσεκτικοί καταγραφείς αυτών που έβλεπαν και άκουγαν.
Ο Πλίνιος ο Νεώτερος ευθύνεται για ό,τι γνωρίζουμε για τη Ρώμη, όταν αυτή βρισκόταν στην ακμή της αυτοκρατορίας της. Καμιά από τις επιστολές του δεν αφήνει ενδείξεις ότι ήταν ένα αφελές ή προληπτικό άτομο, ωστόσο ο ίδιος εγγυήθηκε για την εγκυρότητα μιας συγκεκριμένης ιστορίας φαντασμάτων που είχε ακούσει. Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα μιας επιστολής του προς τον Lucias Sura:
«Υπήρχε στο παρελθόν στην Αθήνα ένα μεγάλο και όμορφο σπίτι, το οποίο όμως είχε αποκτήσει τη φήμη ότι ήταν στοιχειωμένο. Ο κόσμος περιέγραφε πώς ακούγονταν αποκρουστικοί θόρυβοι μέσα στη νύχτα: μεταλλικοί ήχοι από αλυσίδες που όλο και δυνάμωναν, ώσπου ξαφνικά εμφανιζόταν ένα απεχθές φάντασμα ενός γέρου άνδρα που έδινε την εικόνα μιας αξιοθρήνητης αθλιότητας και ταλαιπωρίας.
Τα γένια του ήταν μακριά και μπλεγμένα, τα μαλλιά του ατημέλητα και αχτένιστα. Τα λιπόσαρκα πόδια του ήταν φορτωμένα με το βάρος σφιχτών δεσμών που έσερνε αποκαμωμένα, βγάζοντας ένα επώδυνο στεναγμό. Οι καρποί του ήταν κι αυτοί δεμένοι με μεγάλες και βαριές αλυσίδες, ενώ κάθε τόσο σήκωνε τα χέρια του και κουνούσε τα δεσμά του με αδύναμη μανία.».
«Αρκετοί που ήταν δύσπιστοι και κορόιδευαν τις φήμες για το φάντασμα και ήταν αρκετά θαρραλέοι για να παρακολουθήσουν όλη τη νύχτα το σπίτι, κατατρόμαξαν στη θέα του φαντάσματος και, το χειρότερο, αρρώστια ή ακόμη και θάνατος ήταν η μοίρα όσων είχαν τολμήσει να περάσουν αυτούς τους καταραμένους τοίχους μετά το σούρουπο. Το σπίτι απομονώθηκε. Τοποθετήθηκε μια πινακίδα που έγραφε «ενοικιάζεται», αλλά τα χρόνια περνούσαν και το σπίτι ερείπωνε και κατέρρεε.».
Τότε προφανώς ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος, ο οποίος είχε μείνει χωρίς λεφτά, είδε το σπίτι, καθώς έψαχνε ένα μέρος να ζήσει και αποφάσισε να το νοικιάσει, παρόλο που του είχαν πει την ιστορία με το στοίχειωμα. Το νοίκιασε ωστόσο. Έτσι την πρώτη νύχτα, καθώς ξενυχτούσε στην προσπάθειά του να λύσει ένα δύσκολο πρόβλημα, συνάντησε το απειλητικό φάντασμα.
«ο θόρυβος της αλυσίδας, αρχικά μακρινός αλλά πιο έντονος όσο πλησίαζε, του τρύπησε τα αυτιά. Παρόλ’ αυτά ο Αθηνόδωρος καθώς ήταν αρκετά απασχολημένος με τις σημειώσεις του δεν διέκόψε τα γραπτά του, ώσπου ο μεταλλικός ήχος έγινε όλο και πιο συνεχής. Τότε σήκωσε το πρόσωπό του και μπροστά του στεκόταν το φάντασμα, ακριβώς όπως του το είχαν περιγράψει.».
«Η τρομακτική μορφή φαινόταν να του δείχνει κάτι με το δάχτυλό της, ο φιλόσοφος όμως της έγνεψε ότι ήταν απασχολημένος και επέστρεψε στα γραπτά του. Οι αλυσίδες χτυπούσαν αγριεμένα και επίμονα και ο Αθηνόδωρος ήρεμα σηκώθηκε από τη θέση του, πήρε τη λάμπα και έγνεψε στο φάντασμα να τον οδηγήσει».
Το φάντασμα οδήγησε τον φιλόσοφο σε έναν κήπο, όπου και σταμάτησε σε ένα συγκεκριμένο σημείο και έδειξε ακριβώς προς τα κάτω, προτού εξαφανιστεί. Ο Αθηνόδωρος σημάδεψε το σημείο και την επόμενη μέρα πρότεινε να σκαφτεί ο κήπος. Λίγα μέτρα κάτω από τη γη βρέθηκε θαμμένος ένας σκελετός δεμένος με σκουριασμένες σιδερένιες αλυσίδες. Έγινε η κατάλληλη ταφή για τα λείψανα και μια σειρά τελετουργικών στο σπίτι, ύστερα από τα οποία οι ένοικοί του δεν ενοχλήθηκαν ξανά
Οι ασσυριακοί εξορκισμοί
Πλάι στα αλλόκοτα πλάσματα που περιπλανούνταν στα ασσυριακά σπίτια και ήταν κράματα ανθρώπινων και υπερφυσικών οντοτήτων, πιστευόταν ότι όποιος δεν είχε ενταφιαστεί με τον πρέποντα τρόπο θα επέστρεφε στον κόσμο των ζωντανών και θα στοίχειωνε την καθημερινότητα ως φάντασμα.
Βλέποντας το άθαφτο ή το παραχωμένο ανίερα σώμα ενός νεκρού, το
εξοργισμένο πνεύμα καταλάμβανε έναν ζωντανό άνθρωπο ή παρέμενε στην
υπερφυσική μορφή του, καταδιώκοντας λυσσαλέα τους ζώντες. Τα πνεύματα
απομυζούσαν τη ζωή από τους υγιείς οργανισμούς και το κακό ξορκίζονταν
με τελετουργικούς εξορκισμούς του στοιχειωμένου ανθρώπου.
Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, ο άνθρωπος που είχε καταληφθεί από φάντασμα πλενόταν ιεροτελεστικά, την ίδια στιγμή που προσπαθούσαν να βρουν το άθαφτο πτώμα εκείνου που είχε φέρει την απόκοσμη πληγή στην κοινωνία.
Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, ο άνθρωπος που είχε καταληφθεί από φάντασμα πλενόταν ιεροτελεστικά, την ίδια στιγμή που προσπαθούσαν να βρουν το άθαφτο πτώμα εκείνου που είχε φέρει την απόκοσμη πληγή στην κοινωνία.
Κατά τον εξορκισμό, το πνεύμα ρωτούνταν γιατί επέστρεψε στον
κόσμο των ζωντανών αλλά και γιατί κατέλαβε τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Η
τελετή σκοπό είχε να κατευνάσει το φάντασμα ώστε να αφήσει ήσυχους τους
ανθρώπους.
Η επίκληση ωστόσο στους θεούς δεν ήταν μικρό πράγμα και κάθε ικεσία στον παντοδύναμο Ασσούρ έπρεπε να γίνεται με φειδώ και προσεκτική σκέψη. Η κορυφαία μεσοποτάμια θεότητα διαφέντευε τον ήλιο κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά και τον κόσμο των νεκρών τη νύχτα, κάθε ενόχλησή του όφειλε λοιπόν να είναι εξαιρετικά υπολογισμένη και συνετή.
Τα φαντάσματα όμως, που ήταν προάγγελοι του θανάτου, της καταστροφής και της τραγωδίας, ήταν ένας πολύ καλός λόγος για δέηση στον Ασσούρ. Αν και δεν έφτανε αυτό: όταν ένα φάντασμα επέστρεφε στον κόσμο, τα σπίτια που επισκεπτόταν καταστρέφονταν, ενώ αν το πνεύμα μιλούσε σε κάποιον, τότε η μοίρα του είχε σφραγιστεί. Ο άνθρωπος θα πέθαινε λίγο μετά…
Στην αρχαία Βαβυλώνα πιστευόταν ότι τα φαντάσματα περιπλανιόνταν τη νύχτα όπως οι ζωντανοί τη μέρα. Δεν ήταν άυλες και ασώματες οντότητες, όπως τα θεωρούμε σήμερα, αλλά έφεραν σώματα ζώων, ενώ τα πνεύματα των δαιμόνων καταλάμβαναν συνήθως ζωντανά πουλιά. Κακά πνεύματα στοίχειωναν αγριόσκυλα και λιοντάρια, τα οποία στρέφονταν κατόπιν κατά των ανθρώπων.
Το πλέον πανίσχυρο και τρομακτικό πάντως φάντασμα του βαβυλωνιακού πολιτισμού ήταν το πνεύμα της γυναίκας που πέθανε κατά τη γέννα: τρελό από τον πόνο και το πένθος, το φάντασμά της ήταν καταδικασμένο να περιπλανιέται τη νύχτα στην αιωνιότητα. Εξίσου καταδικασμένοι ήταν και αυτοί που πέθαιναν άκληροι, είτε ήταν άντρες είτε γυναίκες, και ήταν αναγκασμένοι να περάσουν τη μεταθανάτια ζωή ως τραγικά πλάσματα της νύχτας.
Για να διασφαλιστεί το γεγονός ότι τα πνεύματα των γονιών, των παππούδων και των άλλων προγόνων θα εξακολουθούσαν να ζουν, οι ζωντανοί και συνήθως ο πρωτότοκος γιος άφηναν φαγητό και νερό για τα περιπλανώμενα πνεύματα.
Χωρίς παιδιά να τους προσέχουν στον άλλο κόσμο, οι άτεκνοι ήταν καταδικασμένοι να στοιχειώνουν σπίτια και να καραδοκούν στα σκοτάδια ψάχνοντας για οτιδήποτε θα μπορούσε να χορτάσει την πείνα και τη δίψα τους. Η νύχτα ήταν στην αρχαία Βαβυλώνα ένα ανατριχιαστικό μέρος, καθώς τα πνεύματα των νεκρών οργίαζαν, στοίχειωναν οικίες, καταλάμβαναν τα σώματα των νυκτόβιων ζώων και τρέφονταν με όποιον έκανε το λάθος να ξεμυτίσει από το σπίτι του στο κατασκόταδο.
Τα νυχτερινά φαντάσματα της μεγαλόπρεπης Βαβυλώνας ήταν τα πνεύματα όσων πέθαιναν στην έρημο και παρέμεναν άθαφτοι, όσων έβλεπαν τις ζωές τους να διακόπτονται βιαίως, των εκτελεσμένων φυλακισμένων, των νεκρών στρατιωτών που δεν ενταφιάστηκαν ποτέ, αλλά και των πνιγμένων…
Ο ανιψιός του Πλίνιου του Πρεσβύτερου ήταν ρωμαίος συγκλητικός, ποιητής και φυσικός φιλόσοφος που γεννήθηκε πιθανότατα το 62 μ.Χ. Έζησε κατά την τυραννική βασιλεία του Νέρωνα, είχε δασκάλους τα φωτεινότερα πνεύματα της αρχαίας Ρώμης και άφησε παρακαταθήκη πολλά και διάφορα, μεταξύ των οποίων και δυο τρομακτικότατες ιστορίες με φαντάσματα!
Στην πρώτη του περιπέτεια, ο σοφός Πλίνιος αφηγείται την ιστορία του Κούρτιου Ρούφου, ενός ακολούθου του ρωμαίου κυβερνήτη της Αφρικής. Ένα βράδυ λοιπόν που ο Κούρτιος έπαιρνε τη βραδινή του βόλτα, εμφανίστηκε το φάντασμα μια πανώριας κοπέλας που ισχυρίστηκε ότι ήταν η αφέντρα της Αφρικής.
Αφού του περιέγραψε τη ζωή του, προφήτευσε ότι ο Κούρτιος θα επέστρεφε στη Ρώμη, θα λάμβανε τιμές και αξιώματα και θα πέθαινε τελικά σε αφρικανικό έδαφος. Ο άντρας πράγματι κατέλαβε τη φήμη που του υποσχέθηκε το πνεύμα και όταν επέστρεψε κάποια στιγμή στην Καρχηδόνα, το φάντασμα εμφανίστηκε ξανά μπροστά του, όταν και αρρώστησε βαριά και πέθανε, εκπληρώνοντας την προφητεία.
Ο Πλίνιος διηγείται μετά την ιστορία ενός στοιχειωμένου σπιτιού της Αθήνας όπου κανείς δεν μπορούσε να ζήσει. Κάθε νύχτα, απόκοσμοι ήχοι έσκιζαν το σκοτάδι και οι τριγμοί από τις αλυσίδες που ακούγονταν κοντοζύγωναν όποιον είχε τα κότσια να παραμείνει στο εσωτερικό του.
Η επίκληση ωστόσο στους θεούς δεν ήταν μικρό πράγμα και κάθε ικεσία στον παντοδύναμο Ασσούρ έπρεπε να γίνεται με φειδώ και προσεκτική σκέψη. Η κορυφαία μεσοποτάμια θεότητα διαφέντευε τον ήλιο κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά και τον κόσμο των νεκρών τη νύχτα, κάθε ενόχλησή του όφειλε λοιπόν να είναι εξαιρετικά υπολογισμένη και συνετή.
Τα φαντάσματα όμως, που ήταν προάγγελοι του θανάτου, της καταστροφής και της τραγωδίας, ήταν ένας πολύ καλός λόγος για δέηση στον Ασσούρ. Αν και δεν έφτανε αυτό: όταν ένα φάντασμα επέστρεφε στον κόσμο, τα σπίτια που επισκεπτόταν καταστρέφονταν, ενώ αν το πνεύμα μιλούσε σε κάποιον, τότε η μοίρα του είχε σφραγιστεί. Ο άνθρωπος θα πέθαινε λίγο μετά…
Τα φαντάσματα των δαιμόνων και οι καταραμένοι άτεκνοι
Στην αρχαία Βαβυλώνα πιστευόταν ότι τα φαντάσματα περιπλανιόνταν τη νύχτα όπως οι ζωντανοί τη μέρα. Δεν ήταν άυλες και ασώματες οντότητες, όπως τα θεωρούμε σήμερα, αλλά έφεραν σώματα ζώων, ενώ τα πνεύματα των δαιμόνων καταλάμβαναν συνήθως ζωντανά πουλιά. Κακά πνεύματα στοίχειωναν αγριόσκυλα και λιοντάρια, τα οποία στρέφονταν κατόπιν κατά των ανθρώπων.
Το πλέον πανίσχυρο και τρομακτικό πάντως φάντασμα του βαβυλωνιακού πολιτισμού ήταν το πνεύμα της γυναίκας που πέθανε κατά τη γέννα: τρελό από τον πόνο και το πένθος, το φάντασμά της ήταν καταδικασμένο να περιπλανιέται τη νύχτα στην αιωνιότητα. Εξίσου καταδικασμένοι ήταν και αυτοί που πέθαιναν άκληροι, είτε ήταν άντρες είτε γυναίκες, και ήταν αναγκασμένοι να περάσουν τη μεταθανάτια ζωή ως τραγικά πλάσματα της νύχτας.
Για να διασφαλιστεί το γεγονός ότι τα πνεύματα των γονιών, των παππούδων και των άλλων προγόνων θα εξακολουθούσαν να ζουν, οι ζωντανοί και συνήθως ο πρωτότοκος γιος άφηναν φαγητό και νερό για τα περιπλανώμενα πνεύματα.
Χωρίς παιδιά να τους προσέχουν στον άλλο κόσμο, οι άτεκνοι ήταν καταδικασμένοι να στοιχειώνουν σπίτια και να καραδοκούν στα σκοτάδια ψάχνοντας για οτιδήποτε θα μπορούσε να χορτάσει την πείνα και τη δίψα τους. Η νύχτα ήταν στην αρχαία Βαβυλώνα ένα ανατριχιαστικό μέρος, καθώς τα πνεύματα των νεκρών οργίαζαν, στοίχειωναν οικίες, καταλάμβαναν τα σώματα των νυκτόβιων ζώων και τρέφονταν με όποιον έκανε το λάθος να ξεμυτίσει από το σπίτι του στο κατασκόταδο.
Τα νυχτερινά φαντάσματα της μεγαλόπρεπης Βαβυλώνας ήταν τα πνεύματα όσων πέθαιναν στην έρημο και παρέμεναν άθαφτοι, όσων έβλεπαν τις ζωές τους να διακόπτονται βιαίως, των εκτελεσμένων φυλακισμένων, των νεκρών στρατιωτών που δεν ενταφιάστηκαν ποτέ, αλλά και των πνιγμένων…
Οι μακάβριες ιστορίες του Πλίνιου του Νεότερου
Ο ανιψιός του Πλίνιου του Πρεσβύτερου ήταν ρωμαίος συγκλητικός, ποιητής και φυσικός φιλόσοφος που γεννήθηκε πιθανότατα το 62 μ.Χ. Έζησε κατά την τυραννική βασιλεία του Νέρωνα, είχε δασκάλους τα φωτεινότερα πνεύματα της αρχαίας Ρώμης και άφησε παρακαταθήκη πολλά και διάφορα, μεταξύ των οποίων και δυο τρομακτικότατες ιστορίες με φαντάσματα!
Στην πρώτη του περιπέτεια, ο σοφός Πλίνιος αφηγείται την ιστορία του Κούρτιου Ρούφου, ενός ακολούθου του ρωμαίου κυβερνήτη της Αφρικής. Ένα βράδυ λοιπόν που ο Κούρτιος έπαιρνε τη βραδινή του βόλτα, εμφανίστηκε το φάντασμα μια πανώριας κοπέλας που ισχυρίστηκε ότι ήταν η αφέντρα της Αφρικής.
Αφού του περιέγραψε τη ζωή του, προφήτευσε ότι ο Κούρτιος θα επέστρεφε στη Ρώμη, θα λάμβανε τιμές και αξιώματα και θα πέθαινε τελικά σε αφρικανικό έδαφος. Ο άντρας πράγματι κατέλαβε τη φήμη που του υποσχέθηκε το πνεύμα και όταν επέστρεψε κάποια στιγμή στην Καρχηδόνα, το φάντασμα εμφανίστηκε ξανά μπροστά του, όταν και αρρώστησε βαριά και πέθανε, εκπληρώνοντας την προφητεία.
Ο Πλίνιος διηγείται μετά την ιστορία ενός στοιχειωμένου σπιτιού της Αθήνας όπου κανείς δεν μπορούσε να ζήσει. Κάθε νύχτα, απόκοσμοι ήχοι έσκιζαν το σκοτάδι και οι τριγμοί από τις αλυσίδες που ακούγονταν κοντοζύγωναν όποιον είχε τα κότσια να παραμείνει στο εσωτερικό του.
Οι ένοικοι έβλεπαν λέει συχνά το φάντασμα ενός κακομοιριασμένου
ηλικιωμένου φορτωμένου με αλυσίδες και κανείς δεν έμεινε για καιρό μέσα
του. Μια ωραία πρωία, ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος νοίκιασε το στοιχειωμένο
σπίτι και ένα βράδυ κάθισε να εργαστεί στο γραφείο του, παρά τους ήχους
των αλυσίδων που τον κύκλωναν.
Το φάντασμα του γέρου εμφανίστηκε και έγνεψε στον Αθηνόδωρο να τον ακολουθήσει. Σέρνοντας τις αλυσίδες του, το πνεύμα οδήγησε τον φιλόσοφο μέσα στο σπίτι και ξαφνικά εξαφανίστηκε. Ο Αθηνόδωρος σημείωσε το σημείο της εξαφάνισής του και την επομένη κανόνισε ανασκαφή στο μέρος. Η σκαπάνη έφερε στο φως τον σκελετό ενός άντρα καθηλωμένου με αλυσίδες. Αφού τον έθαψαν, το πνεύμα καταλάγιασε και το σπίτι γλίτωσε από τα στοιχειωμένα χρονικά του…
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι επιτύμβιες στήλες περιλάμβαναν συχνά τη λατινική φράση «dis minibus», που σήμαινε «στα θεία πνεύματα» ή «στις θείες ψυχές». Οι ψυχές αυτές έλκουν την καταγωγή τους από τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής δημοκρατίας και παρά τις αναρίθμητες αναφορές που υπάρχουν γι’ αυτές, το ακριβές νόημά τους παραμένει αντικείμενο ιστορικής διαμάχης, μιας και τα θρησκευτικά πιστεύω των Ρωμαίων υπέστησαν πολλές μεταβολές.
Αρχικά ήταν τα πνεύματα των θεοποιημένων προγόνων, αν και αργότερα οι θεϊκές αυτές ψυχές τοποθετούνταν μεταξύ θεών και πνευμάτων. Επιστρέφοντας στην προχριστιανική Ευρώπη και τις επικρατούσες δοξασίες για τη μεταθανάτια ζωή, οι ψυχές ήταν κάτι σαν θεοί της καθημερινότητας, που λατρεύονταν παράλληλα με τις τοπικές θεότητες κάθε τοπικού πολιτισμού. Οι επίσημοι θεοί λατρεύονταν στους ναούς και τις θρησκευτικές γιορτές, ενώ οι ψυχές αφορούσαν σε τελετουργίες που λάμβαναν χώρα στα σπίτια.
Ουσιαστικά ήταν τα πνεύματα των νεκρών μιας οικογένειας που παρέμεναν στην οικία για να προστατεύουν τους ζωντανούς συγγενείς, να τους καθοδηγούν και να βοηθούν όπως μπορούν την καθημερινότητα των μελών. Κάποια στιγμή έφτασαν να σημαίνουν τους προσωπικούς θεούς του καθενός, που λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο με τις παραδοσιακές και επίσημες θεότητες, αν και το έκαναν σε προσωπική κλίμακα.
Η λατρεία μάλιστα των πνευμάτων αυτών ενείχε και κληρονομικά χαρακτηριστικά: όταν πέθαινε κάποιος και τα περιουσιακά του στοιχεία περνούσαν στα παιδιά του ή σε ανθρώπους έξω από την οικογένεια, ο κληρονόμος έπαιρνε επίσης και τα φαντάσματα των νεκρών της φαμίλιας.
Το φάντασμα του γέρου εμφανίστηκε και έγνεψε στον Αθηνόδωρο να τον ακολουθήσει. Σέρνοντας τις αλυσίδες του, το πνεύμα οδήγησε τον φιλόσοφο μέσα στο σπίτι και ξαφνικά εξαφανίστηκε. Ο Αθηνόδωρος σημείωσε το σημείο της εξαφάνισής του και την επομένη κανόνισε ανασκαφή στο μέρος. Η σκαπάνη έφερε στο φως τον σκελετό ενός άντρα καθηλωμένου με αλυσίδες. Αφού τον έθαψαν, το πνεύμα καταλάγιασε και το σπίτι γλίτωσε από τα στοιχειωμένα χρονικά του…
Οι ρωμαϊκές ψυχές
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι επιτύμβιες στήλες περιλάμβαναν συχνά τη λατινική φράση «dis minibus», που σήμαινε «στα θεία πνεύματα» ή «στις θείες ψυχές». Οι ψυχές αυτές έλκουν την καταγωγή τους από τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής δημοκρατίας και παρά τις αναρίθμητες αναφορές που υπάρχουν γι’ αυτές, το ακριβές νόημά τους παραμένει αντικείμενο ιστορικής διαμάχης, μιας και τα θρησκευτικά πιστεύω των Ρωμαίων υπέστησαν πολλές μεταβολές.
Αρχικά ήταν τα πνεύματα των θεοποιημένων προγόνων, αν και αργότερα οι θεϊκές αυτές ψυχές τοποθετούνταν μεταξύ θεών και πνευμάτων. Επιστρέφοντας στην προχριστιανική Ευρώπη και τις επικρατούσες δοξασίες για τη μεταθανάτια ζωή, οι ψυχές ήταν κάτι σαν θεοί της καθημερινότητας, που λατρεύονταν παράλληλα με τις τοπικές θεότητες κάθε τοπικού πολιτισμού. Οι επίσημοι θεοί λατρεύονταν στους ναούς και τις θρησκευτικές γιορτές, ενώ οι ψυχές αφορούσαν σε τελετουργίες που λάμβαναν χώρα στα σπίτια.
Ουσιαστικά ήταν τα πνεύματα των νεκρών μιας οικογένειας που παρέμεναν στην οικία για να προστατεύουν τους ζωντανούς συγγενείς, να τους καθοδηγούν και να βοηθούν όπως μπορούν την καθημερινότητα των μελών. Κάποια στιγμή έφτασαν να σημαίνουν τους προσωπικούς θεούς του καθενός, που λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο με τις παραδοσιακές και επίσημες θεότητες, αν και το έκαναν σε προσωπική κλίμακα.
Η λατρεία μάλιστα των πνευμάτων αυτών ενείχε και κληρονομικά χαρακτηριστικά: όταν πέθαινε κάποιος και τα περιουσιακά του στοιχεία περνούσαν στα παιδιά του ή σε ανθρώπους έξω από την οικογένεια, ο κληρονόμος έπαιρνε επίσης και τα φαντάσματα των νεκρών της φαμίλιας.
Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, ένας πιστωτής που κληρονομούσε την
περιουσία του εκλιπόντος ως τακτοποίηση του χρέους έπαιρνε πακέτο και
τις ψυχές των νεκρών συγγενών του και έπρεπε να τις τιμά και να τις
λατρεύει σαν να ήταν δικοί του άνθρωποι…
Οι αρχαίοι Κέλτες είχαν εκτεταμένα τελετουργικά που συνδέονταν με τη λατρεία των προγόνων και τον σεβασμό των πνευμάτων τους, καθώς πίστευαν ότι το φάντασμα του εκλιπόντος παρέμενε για πάντα στην οικογενειακή εστία. Στις παλιότερες μάλιστα παραδόσεις τους, συνήθιζαν να παίρνουν τα κεφάλια των εχθρών τους και να τα αφιερώνουν στα προγονικά ακριβώς πνεύματα των πολεμιστών των οικογενειών τους.
Στη Βρετάνη, για παράδειγμα, πιστευόταν ότι τα φαντάσματα των νεκρών συγγενών μαζεύονταν τα βράδια γύρω από την οικιακή φωτιά, ψάχνοντας την ίδια ακριβώς ζεστασιά και θαλπωρή που αποζητούσαν ως ζωντανοί.
Διάφορες τελετές έψαχναν να κατευνάσουν τα πνεύματα που μπορεί να εξοργίζονταν από τις ανθρωποθυσίες των Κελτών. Τα θυμωμένα φαντάσματα δεν έπρεπε να τα παίρνεις ελαφρά τη καρδιά και αρκετές τελετουργικές ανθρωποθυσίες γίνονταν με σκοπό να τιμηθούν τα πνεύματα όσων είχαν πέσει στη μάχη για τη διατήρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των επιγόνων τους.
Τα κέλτικα φαντάσματα της Λατρείας των Νεκρών
Οι αρχαίοι Κέλτες είχαν εκτεταμένα τελετουργικά που συνδέονταν με τη λατρεία των προγόνων και τον σεβασμό των πνευμάτων τους, καθώς πίστευαν ότι το φάντασμα του εκλιπόντος παρέμενε για πάντα στην οικογενειακή εστία. Στις παλιότερες μάλιστα παραδόσεις τους, συνήθιζαν να παίρνουν τα κεφάλια των εχθρών τους και να τα αφιερώνουν στα προγονικά ακριβώς πνεύματα των πολεμιστών των οικογενειών τους.
Στη Βρετάνη, για παράδειγμα, πιστευόταν ότι τα φαντάσματα των νεκρών συγγενών μαζεύονταν τα βράδια γύρω από την οικιακή φωτιά, ψάχνοντας την ίδια ακριβώς ζεστασιά και θαλπωρή που αποζητούσαν ως ζωντανοί.
Διάφορες τελετές έψαχναν να κατευνάσουν τα πνεύματα που μπορεί να εξοργίζονταν από τις ανθρωποθυσίες των Κελτών. Τα θυμωμένα φαντάσματα δεν έπρεπε να τα παίρνεις ελαφρά τη καρδιά και αρκετές τελετουργικές ανθρωποθυσίες γίνονταν με σκοπό να τιμηθούν τα πνεύματα όσων είχαν πέσει στη μάχη για τη διατήρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των επιγόνων τους.
Στις γιορτές μάλιστα τα πνεύματα των νεκρών συγγενών μαζεύονταν
μαζικά στην οικογενειακή φωτιά και τα πιο ακούραστα από αυτά συνήθιζαν
να παίρνουν τις βόλτες τους στους δρόμους. Για τους Κέλτες, τα
φαντάσματα των νεκρών αποτελούσαν καθημερινό μέλημα και ήταν πραγματικές
οντότητες που συμμετείχαν τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και την ιδιωτική
ζωή…
Αντλήθηκαν πληροφορίες απο: Ταξίδι στο Ανεξήγητο | newsbeast